Δημοσιεύθηκε στην Αναδημοσιεύσεις,Κείμενα

Ο John Dewey για τη δημοκρατική διοίκηση στα σχολεία [αναδημοσίευση] – μετάφραση του Δημήτρη Αλεξάκη

Αναδημοσιεύουμε από την Εκπαιδευτική Λέσχη ένα κείμενο του John Dewey που μετέφρασε φίλος και παλιό μέλος του Σποριού, ο Δημήτρης Αλεξάκης, με θέμα τη δημοκρατική διοίκηση στα σχολεία. Μέσα στο γενικότερο κλίμα αυταρχισμού που επιβάλλεται στις ζωές μας, και ειδικά και στην εκπαίδευση με την επιχειρούμενη αξιολόγηση των σχολικών μονάδων που άλλο στόχο από την υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας δεν έχει, ο αναστοχασμός πάνω στις δημοκρατικές αξίες και πρακτικές είναι πιο επίκαιρος από ποτέ.

Εκπαιδευτική Λέσχη:

John Dewey

μετάφραση Δημήτρης Αλεξάκης[1]

Εισαγωγικό σημείωμα

Τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε μπροστά σε μια συστηματική υποβάθμιση του ρόλου του συλλόγου διδασκόντων από τον οποίο αφαιρούνται συνεχώς αρμοδιότητες, ενώ στον παιδαγωγικό λόγο έχει κυριαρχήσει η ρητορική για την εκπαιδευτική ηγεσία ως την πλέον κατάλληλη για την επίλυση των ενδοσχολικών προβλημάτων. Σε αυτό το περιβάλλον μεταφράζουμε ένα μικρό κείμενο του John Dewey, στο οποίο αναδεικνύει τη δημοκρατική λειτουργία της εκπαιδευτικής διοίκησης ως βασική πτυχή ενός δημοκρατικού σχολείου. Ηγετική φυσιογνωμία της προοδευτικής εκπαίδευσης ο Dewey καταπιάστηκε συστηματικά με τη δημοκρατία την εκπαίδευση. Στο συγκεκριμένο κείμενο παρατηρεί πως είναι αντιφατικό να επιδιώκουμε τη δημοκρατική εκπαίδευση των μαθητών μας, όταν αποκλείουμε αντιδημοκρατικά τους εκπαιδευτικούς από τη διοίκηση των σχολείων και υποστηρίζει πως στο δημοκρατικά οργανωμένο σχολείο πρέπει να θεσπιστούν εκείνες οι διαδικασίες οι οποίες θα επιτρέψουν στους εκπαιδευτικούς να μοιράζονται ελεύθερα την εμπειρία τους και να συμμετέχουν ισότιμα στις αποφάσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής τόσο σε επίπεδο σχολείου όσο και κεντρικά.

Δημοκρατία και Εκπαιδευτική Διοίκηση (1937)[2]

Η εμπειρία μου από την εκπαιδευτική διοίκηση είναι περιορισμένη. Δεν θα τολμήσω να μιλήσω σε όσους έχουν μεγάλη εμπειρία και ασχολούνται συνεχώς με τη σχολική διοίκηση για τις λεπτομέρειες της διεύθυνσης των σχολείων. Αλλά το θέμα για το οποίο μου πρότειναν να μιλήσω έχει να κάνει με την σχέση της σχολικής διοίκησης με τα δημοκρατικά ιδεώδη και τις μεθόδους και με το γενικότερο ζήτημα της σχέσης της εκπαίδευσης με τη δημοκρατία, για το οποίο έχω διατυπώσει μερικές σκέψεις εδώ και πολλά χρόνια. Το προτεινόμενο θέμα αφορά μία ειδική πλευρά ενός γενικότερου ζητήματος. Έτσι, θα ξεκινήσω με μερικές παρατηρήσεις στο ευρύτερο θέμα των δημοκρατικών στόχων και μεθόδων. Αναγκαστικά πολλά από αυτά που θα πω για αυτό το ζήτημα είναι παλιά και οικεία. Αλλά φαίνεται απαραίτητο να επαναλάβουμε μερικές παλιές ιδέες, ώστε να έχουμε ένα κριτήριο με το οποίο θα πραγματευτούμε το ειδικό ζήτημα.

Πρώτα από όλα, η δημοκρατία είναι πολύ ευρύτερη από μία συγκεκριμένη πολιτική μορφή, μία μέθοδος λειτουργίας της κυβέρνησης, ψήφισης νόμων και άσκησης της κυβερνητικής διοίκησης μέσω της ψήφου του λαού και των εκλεγμένων αξιωματούχων. Είναι βεβαίως αυτό. Αλλά είναι κάτι ευρύτερο και βαθύτερο από αυτό.

Η πολιτική και η κυβερνητική πλευρά της δημοκρατίας είναι ένα μέσο, το καλύτερο μέσο που έχει βρεθεί έως τώρα, για την πραγματοποίηση σκοπών που συνδέονται με το ευρύ πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων και της ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας. Είναι, όπως λέμε συχνά χωρίς ίσως να αντιλαμβανόμαστε πλήρως τι σημαίνει αυτή η έκφραση, ένας τρόπος ζωής, κοινωνικός και ατομικός. Νομίζω πως η κεντρική ιδέα της δημοκρατίας ως τρόπου ζωής μπορεί να εκφραστεί ως η αναγκαιότητα της συμμετοχής κάθε ώριμου, ανθρώπινου όντος στη διαμόρφωση των αξιών που ρυθμίζουν την από κοινού ζωή των ανθρώπων, η οποία είναι αναγκαία από τη σκοπιά τόσο της γενικής, κοινωνικής ευημερίας, όσο και από αυτήν της πλήρους ανάπτυξης των ανθρώπινων όντων ως ατόμων.

Το καθολικό δικαίωμα ψήφου, οι περιοδικές εκλογές, η υπευθυνότητα αυτών που έχουν πολιτική εξουσία έναντι των ψηφοφόρων και οι άλλοι παράγοντες της δημοκρατικής διακυβέρνησης είναι μέσα που έχουν κριθεί χρήσιμα για την πραγματοποίηση της δημοκρατίας ως του αληθινά ανθρώπινου τρόπου ζωής. Δεν είναι ένας έσχατος σκοπός και μία έσχατη αξία. Πρέπει να κρίνονται στη βάση της συνεισφοράς τους στο σκοπό. Είναι μία μορφή ειδωλολατρίας να ανυψώνει κανείς τα μέσα στη θέση των σκοπών που υπηρετούν. Οι δημοκρατικές πολιτικές μορφές είναι απλώς τα καλύτερα μέσα που το ανθρώπινο πνεύμα έχει επινοήσει σε μία συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία. Αλλά βασίζονται στην ιδέα πως κανείς άνθρωπος και καμιά περιορισμένη ομάδα ανθρώπων δεν είναι αρκετά σοφή ή αρκετά αγαθή για να κυβερνά τους άλλους χωρίς την συγκατάθεσή τους. Η θετική σημασία αυτής της θέσης είναι ότι όλοι αυτοί που επηρεάζονται από τους κοινωνικούς θεσμούς πρέπει να έχουν ένα μερίδιο στην παραγωγή και στη διεύθυνσή τους. Τα δύο γεγονότα δηλαδή ότι οι θεσμοί εντός των οποίων ο καθένας μας ζει επηρεάζουν αυτό που κάνει και απολαμβάνει και αυτό που γίνεται και ότι επομένως σε μια δημοκρατία θα έχει φωνή στο σχηματισμό τους, είναι η παθητική και η ενεργητική όψη του ίδιου γεγονότος.

Η ανάπτυξη της πολιτικής δημοκρατίας άλλαξε κατεύθυνση μέσω της αντικατάστασης της μεθόδου της αμοιβαίας διαβούλευσης και της εθελοντικής συμφωνίας με τη μέθοδο της από τα πάνω επιβαλλόμενης υποταγής των πολλών στους λίγους. Οι κοινωνικές ρυθμίσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν σταθερή υποταγή, διατηρούνται διά του καταναγκασμού. Ο καταναγκασμός δεν είναι κατ’ ανάγκη φυσικός. Έχουν υπάρξει, για σύντομες περιόδους, αγαθοί δεσποτισμοί. Αλλά καταναγκασμός κάποιου είδους έχει υπάρξει. Ίσως οικονομικός και σίγουρα ψυχολογικός και ηθικός. Το ίδιο το γεγονός του αποκλεισμού από τη συμμετοχή είναι μία εκλεπτυσμένη μορφή καταπίεσης. Δεν δίνει στα άτομα καμία ευκαιρία να αναστοχαστούν και να αποφασίσουν πάνω στο τι είναι καλό για αυτά. Άλλοι, οι οποίοι υποτίθεται πως είναι σοφότεροι και έχουν σε κάθε περίπτωση περισσότερη εξουσία, απαντούν το ερώτημα για αυτά και αποφασίζουν επίσης τις μεθόδους και τα μέσα, με τα οποία οι υπήκοοι μπορούν να απολαύσουν αυτό που είναι καλό για αυτούς. Αυτή η μορφή καταναγκασμού και καταπίεσης είναι πιο εκλεπτυσμένη και πιο αποτελεσματική από τον ανοιχτό εκφοβισμό και την πειθάρχηση. Όταν ο καταναγκασμός βασίζεται στη συνήθεια και είναι ενσωματωμένος στους κοινωνικούς θεσμούς φαίνεται ως η φυσιολογική και φυσική κατάσταση πραγμάτων. Οι μάζες συνήθως αγνοούν ότι έχουν δικαίωμα στην ανάπτυξη των δυνάμεών τους. Η εμπειρία τους είναι τόσο περιορισμένη που δεν έχουν συνείδηση του περιορισμού. Είναι κομμάτι της έννοιας της δημοκρατίας, ότι αυτοί ως άτομα δεν είναι οι μόνοι που υποφέρουν, αλλά ότι ολόκληρο το κοινωνικό σώμα έχει αποστερηθεί πιθανούς πόρους, που οφείλουν να είναι στην υπηρεσία του. Τα άτομα των εξαθλιωμένων μαζών μπορεί να είναι πολύ σοφά. Αλλά υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι σοφότερα από κάθε άλλον, στο που είναι ο κόμπος, ποια είναι τα προβλήματα από τα οποία υποφέρουν.

Το θεμέλιο της δημοκρατίας είναι η πίστη στις ικανότητες της ανθρώπινης φύσης. Πίστη στην ανθρώπινη ευφυΐα και στην ισχύ της συμμετοχικής και της συνεργατικής εμπειρίας. Δεν υπάρχει η πεποίθηση πως αυτά τα πράγματα είναι ολοκληρωμένα, αλλά πως εάν τους δοθεί μία ευκαιρία, θα αναπτυχθούν και θα είναι ικανά να παράγουν σταδιακά τη γνώση και τη σοφία που είναι αναγκαίες για την καθοδήγηση της συλλογικής δράσης. Κάθε απολυταρχικό και αυταρχικό σχήμα κοινωνικής δράσης βασίζεται στην πεποίθηση ότι η αναγκαία ευφυΐα περιορίζεται σε μερικούς ανώτερους, οι οποίοι εξαιτίας έμφυτων, φυσικών χαρισμάτων είναι προικισμένοι με την ικανότητα και το δικαίωμα να ελέγχουν τη συμπεριφορά των άλλων, καθορίζοντας τις αρχές και τους κανόνες και κατευθύνοντας τους τρόπους με τους οποίους αυτοί θα επιτευχθούν. Θα ήταν ανόητο να αρνηθεί κανείς ότι πολλά μπορούν να ειπωθούν για αυτήν την οπτική γωνία. Είναι αυτή που ήλεγχε τις ανθρώπινες σχέσεις στις κοινωνικές ομάδες για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Η δημοκρατική πίστη έχει αναδειχθεί πολύ, πολύ πρόσφατα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ακόμα και εκεί που υπάρχουν σήμερα δημοκρατίες, τα μυαλά και τα συναισθήματα των ανθρώπων είναι ακόμα διαποτισμένα από ιδέες σχετικές με την ηγεσία που επιβάλλεται από πάνω, ιδέες που αναπτύχθηκαν στην μακρόχρονη, πρώιμη ιστορία της ανθρωπότητας. Μετά την κατ’ όνομα εγκαθίδρυση των δημοκρατικών πολιτικών θεσμών, οι πεποιθήσεις και οι αντιλήψεις της ζωής και οι τρόποι δράσης οι οποίες προέρχονται από την εποχή που οι άνδρες και οι γυναίκες ελέγχονταν εξωτερικά και υπόκειντο σε αυθαίρετη εξουσία παρέμειναν στην οικογένεια, την εκκλησία, τις επιχειρήσεις και το σχολείο και η εμπειρία δείχνει ότι όσο παραμένουν εκεί, η πολιτική δημοκρατία δεν είναι ασφαλής.

Η πεποίθηση στην ισότητα είναι ένα στοιχείο στο δημοκρατικό πιστεύω. Δεν είναι, όμως, μία πεποίθηση στην ισότητα των φυσικών χαρισμάτων. Εκείνοι που υποστηρίζουν την ιδέα της ισότητας δεν θεωρούν ότι αναπτύσσουν μία ψυχολογική, αλλά μία νομική και πολιτική θεωρία. Όλα τα άτομα έχουν δικαίωμα στην ίση μεταχείριση από τον νόμο και την εφαρμογή του. Κάθε ένας επηρεάζεται εξίσου ποιοτικά, αν όχι ποσοτικά, από τους θεσμούς εντός των οποίων ζει και έχει το ίδιο δικαίωμα να εκφράζει την κρίση του, αν και το βάρος της κρίσης του μπορεί να μην είναι ισοδύναμο με αυτό των άλλων όταν μπαίνει στο κοινό αποτέλεσμα. Συνοπτικά, ο καθένας είναι εξίσου ένα άτομο και έχει δικαίωμα σε ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης των δικών του ικανοτήτων, όσο μεγάλες ή μικρές είναι σε εύρος. Επιπλέον, ο καθένας έχει τις δικές του ανάγκες, που είναι τόσο σημαντικές για αυτόν, όσο και οι ανάγκες των άλλων για αυτούς. Το γεγονός της φυσικής και ψυχολογικής ανισότητας είναι ο σπουδαιότερος λόγος για την εγκαθίδρυση της ισότητας των ευκαιριών από το νόμο, εφόσον διαφορετικά η ανισότητα γίνεται μέσο καταπίεσης των λιγότερο χαρισματικών.

Ενώ αυτό που αποκαλούμε ευφυΐα είναι μοιρασμένο άνισα, η δημοκρατική πίστη υποστηρίζει ότι είναι αρκετά γενική [ενν. η ευφυΐα] έτσι ώστε κάθε άτομο να έχει κάτι να συνεισφέρει, του οποίου η αξία μπορεί να καθοριστεί μόνο καθώς εισάγεται στην τελική, κοινή ευφυΐα που συγκροτείται από τις συνεισφορές όλων. Αντιθέτως, κάθε αυταρχικό σχήμα υποθέτει πως η αξία της συνεισφοράς του καθενός μπορεί να καθοριστεί από κάποια προγενέστερη αρχή, αν όχι της οικογένειας και της γέννησης ή της φυλής και του χρώματος ή της κατοχής υλικού πλούτου, τότε από την κοινωνική θέση που ένα πρόσωπο καταλαμβάνει στον υπάρχοντα κοινωνικό σχηματισμό. Η δημοκρατική πίστη στην ισότητα είναι η πίστη ότι κάθε άτομο θα έχει την ευκαιρία και τη δυνατότητα να συνεισφέρει ό,τι είναι ικανό να συνεισφέρει και ότι η αξία της συνεισφοράς του θα αποφασισθεί από τη θέση της και τη λειτουργία της στην οργανωμένη ολότητα όμοιων συνεισφορών, όχι στη βάση κάποιας προγενέστερης κατάστασης, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή.

Έχω δώσει έμφαση σε αυτό που προηγείται της σπουδαιότητας της πραγματικής απελευθέρωσης της ευφυΐας σε σύνδεση με την προσωπική εμπειρία στο δημοκρατικό τρόπο ζωής. Το έκανα συνειδητά, επειδή η δημοκρατία συνδέεται στο μυαλό μας τόσο συχνά και τόσο φυσικά με την ελευθερία της πράξης, λησμονώντας τη σημασία της απελευθερωμένης ευφυΐας, η οποία είναι απαραίτητη για να κατευθύνει και να εγγυάται την ελευθερία της πράξης. Αν η ελευθερία της ατομικής πράξης δεν έχει ευφυή και ενημερωμένη γνώμη πίσω της, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η εκδήλωση της θα καταλήξει στη σύγχυση και στην αταξία. Η δημοκρατική ιδέα της ελευθερίας δεν είναι το δικαίωμα του κάθε ατόμου να κάνει ό,τι τον ευχαριστεί, ακόμα και αν αυτό έχει περιορισθεί προσθέτοντας «υπό τον όρο ότι δεν συγκρούεται με την ίδια ελευθερία των άλλων». Ενώ η ιδέα δεν εκφράζεται πάντα, ούτε αρκετά συχνά, με λέξεις η βασική ελευθερία είναι η ελευθερία του νου και ο οποιοσδήποτε βαθμός ελευθερίας της πράξης και της εμπειρίας είναι αναγκαίος για να παράγει ελευθερία της ευφυΐας. Τα είδη της ελευθερίας που διασφαλίζονται στη Χάρτα Δικαιωμάτων είναι όλα αυτής της φύσης: Ελευθερία της πίστης και της συνείδησης, της έκφρασης της γνώμης, της συνάθροισης για διάλογο και σύσκεψη, του τύπου ως όργανο επικοινωνίας. Διασφαλίζονται διότι χωρίς αυτές τα άτομα δεν είναι ελεύθερα να αναπτυχθούν και η κοινωνία στερείται αυτό που μπορούν να συνεισφέρουν.

Τι σχέση, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, έχουν αυτά τα πράγματα με τη διοίκηση των σχολείων; Υπάρχει κάποιου είδους κυβέρνηση και έλεγχος οπουδήποτε υπάρχουν υποθέσεις, που αφορούν έναν αριθμό προσώπων που δρουν μαζί. Είναι επιφανειακή η άποψη που θεωρεί πως η κυβέρνηση βρίσκεται στην Ουάσιγκτον και το Άλμπανη. Υπάρχει κυβέρνηση στην οικογένεια, στην επιχείρηση, στην εκκλησία, σε κάθε κοινωνική ομάδα. Υπάρχουν κανόνες, εξαιτίας της παράδοσης, εάν όχι της νομοθεσίας, που ρυθμίζουν πώς δρουν τα άτομα μεταξύ τους μέσα σε μια ομάδα.

Είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα της θεωρίας και της πράξης σε ποιο βαθμό μια δημοκρατική πολιτική κυβέρνηση οφείλει να ελέγχει τις συνθήκες της πράξης μέσα στις επιμέρους ομάδες. Σήμερα, παραδείγματος χάρη, υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν πως η ομοσπονδιακή και η πολιτειακή κυβέρνηση αφήνουν υπερβολικά μεγάλη ελευθερία ανεξάρτητης δράσης σε βιομηχανικές και οικονομικές ομάδες και υπάρχουν άλλοι που θεωρούν πως η κυβέρνηση το παρατραβάει εντελώς την παρούσα στιγμή. Δεν χρειάζεται να συζητήσω αυτήν την πλευρά του προβλήματος και πολύ λιγότερο να προσπαθήσω να το επιλύσω. Αλλά πρέπει να γίνει φανερό ότι εάν οι συνηθισμένες μέθοδοι της ρύθμισης και της διοίκησης στη λειτουργία των δευτερευόντων κοινωνικών ομάδων είναι μη-δημοκρατικές, είτε άμεσα είτε έμμεσα ή και τα δύο, είναι βέβαιο πως θα υπάρξει μία δυσάρεστη αντίδραση στις έξεις του συναισθήματος, της σκέψης και της δράσης των πολιτών, υπό την ευρύτερη σημασία αυτής της λέξης. Ο τρόπος με τον οποίο ελέγχεται κάθε οργανωμένο κοινωνικό ενδιαφέρον παίζει αναγκαία ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των διαθέσεων και των γούστων, των συμπεριφορών, των ενδιαφερόντων, των σκοπών και των επιθυμιών εκείνων που εμπλέκονται στην πραγματοποίηση των δραστηριοτήτων της ομάδας. Για παράδειγμα δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα παραπάνω από το να δείξω την ηθική, συναισθηματική και διανοητική επίδραση του υπάρχοντος βιομηχανικού συστήματος πάνω τόσο στους εργοδότες όσο και στους εργάτες. Ποιες είναι ακριβώς οι επιδράσεις είναι ένα ζήτημα για το οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα. Αλλά υποθέτω πως κάθε ένας, ο οποίος στοχάζεται πάνω στο θέμα, παραδέχεται ότι οι τρόποι με τους οποίους εκτελούνται οι δραστηριότητες το μεγαλύτερο μέρος των ωρών εργασίας της ημέρας και ο τρόπος με τον οποίο η τα άτομα εμπλέκονται στη διοίκηση των υποθέσεων σε θέματα, όπως τα προς το ζην και η επίτευξη της υλικής και κοινωνικής ασφάλειας, δεν μπορεί παρά να είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στη διάπλαση προσωπικών προδιαθέσεων, με λίγα λόγια στη διαμόρφωση χαρακτήρα και ευφυΐας.

Υπό την ευρύτερη και την τελική σημασία όλοι οι θεσμοί είναι εκπαιδευτικοί, υπό την έννοια ότι λειτουργούν για να διαμορφώσουν συμπεριφορές, προδιαθέσεις, ικανότητες και ανικανότητες που συγκροτούν μία συγκεκριμένη προσωπικότητα. Η αρχή ισχύει ιδιαίτερα στο σχολείο. Επειδή είναι η κύρια δουλειά της οικογένειας και του σχολείου να επηρεάζουν άμεσα τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη των συναισθηματικών, διανοητικών και ηθικών συμπεριφορών και των προδιαθέσεων. Το αν αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία πραγματοποιείται κυρίως με έναν δημοκρατικό ή με έναν μη-δημοκρατικό τρόπο γίνεται ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας όχι μόνο για την εκπαίδευση αυτή κάθε αυτή, αλλά για την τελική επίδρασή της πάνω σε όλα τα ενδιαφέροντα και τις δραστηριότητες μίας κοινωνίας που είναι δεσμευμένη στο δημοκρατικό τρόπο ζωής. Έτσι, εάν η γενική κατεύθυνση όσων έχω πει για τα δημοκρατικά ιδεώδη και μεθόδους είναι κάπου κοντά στην αλήθεια, πρέπει να ειπωθεί πως η δημοκρατική αρχή απαιτεί κάθε δάσκαλος να έχει κάποιον τακτικό και οργανικό τρόπο, με τον οποίο να μπορεί, άμεσα ή μέσω δημοκρατικά εκλεγμένων αντιπροσώπων, να συμμετέχει στη διαμόρφωση των κυριάρχων στόχων, μεθόδων και υλικών του σχολείου, στο οποίο είναι μέλος. Πάνω από τριάντα χρόνια πριν έγραψα: «Εάν υπάρχει έστω και ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα στις Η.Π.Α, όπου υπάρχει επίσημη και θεσμοθετημένη πρόνοια για υποβολή ερωτημάτων για τις μεθόδους πειθαρχίας και διδασκαλίας και ερωτημάτων για το αναλυτικό πρόγραμμα και τα σχολικά εγχειρίδια κ.τ.λ. για να συζητήσουν και να αποφασίσουν αυτοί που πραγματικά συνδέονται με την εργασία της διδασκαλίας, το γεγονός έχει διαφύγει της προσοχής μου». Δεν μπορώ να κάνω αυτή τη δήλωση σήμερα. Σε μερικά μέρη έχει υπάρξει μεγάλη πρόοδος στη δημοκρατική κατεύθυνση. Όπως σημείωσα και σε προηγούμενο μου άρθρο, υπήρχαν [ενν. δημοκρατικές διαδικασίες] πάντα στα πραγματικά εκπαιδευτικά συστήματα, όπου η πρακτική ήταν κατά πολύ καλύτερη από τη θεωρία του εξωτερικού ελέγχου από πάνω. Επειδή ακόμα και αν δεν υπήρξε ένας εξουσιοδοτημένος και ομαλός τρόπος για να συμβουλευτούν και να χρησιμοποιήσουν την ευφυΐα και την εμπειρία του σώματος των διδασκόντων, οι διοικητικές αρχές πέτυχαν αυτόν τον σκοπό με ανεπίσημους τρόπους. Μπορούμε να ελπίζουμε πως αυτή η επέκταση των δημοκρατικών μεθόδων δεν έχει απλώς διαρκέσει, αλλά έχει επίσης διαδοθεί. Παρόλα αυτά το ζήτημα των αυταρχικών έναντι των δημοκρατικών μεθόδων παραμένει μαζί μας και απαιτεί σοβαρή εξέταση.

Η εντύπωσή μου είναι πως οι υπάρχοντες δημοκρατικές μέθοδοι αντιμετώπισης των μαθητών έχουν κάνει μεγαλύτερη πρόοδο από τις παρόμοιες μεθόδους αντιμετώπισης του διδακτικού προσωπικού. Σε κάθε περίπτωση, έχει υπάρξει ένα οργανωμένο και ζωντανό κίνημα για το πρώτο ζήτημα, ενώ το δεύτερο είναι ακόμα σε πρώιμο στάδιο. Όλα τα σχολεία που υπερηφανεύονται πως είναι σύγχρονα χρησιμοποιούν μεθόδους διδασκαλίας που σχεδιάζουν και χρησιμοποιούν την εμπειρία της ζωής των σπουδαστών και αντιμάχονται στην εξατομικευμένη μεταχείριση των μαθητών. Όποιοι λόγοι υπάρχουν για την υιοθέτηση αυτής της κατεύθυνσης ως προς τα παιδιά ισχύουν σίγουρα ακόμα περισσότερο για τους δασκάλους, εφόσον οι τελευταίοι είναι πιο ώριμοι και έχουν περισσότερη εμπειρία. Έτσι, τίθεται το ερώτημα: Ποιοι είναι οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να διασφαλιστεί περισσότερη οργανική συμμετοχή των δασκάλων στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών πολιτικών του σχολείου;

Εφόσον, όπως έχω ήδη πει, είναι το πρόβλημα που εύχομαι να παρουσιάσω, παρά να προδιαγράψω τους ακριβείς δρόμους με τους οποίους πρόκειται να λυθεί, θα μπορούσα να σταματήσω σε αυτό το σημείο. Αλλά υπάρχουν κάποια πορίσματα που διευκρινίζουν τη σημασία του ζητήματος. Η έλλειψη συμμετοχής τείνει να παράγει έλλειψη ενδιαφέροντος και μέριμνας από τη μεριά αυτών που αποκλείονται. Το αποτέλεσμα είναι μία αντίστοιχη έλλειψη ουσιαστικής υπευθυνότητας. Αυτόματα και ασυνείδητα, αν όχι συνειδητά, αναπτύσσεται το συναίσθημα: «Αυτό δεν είναι δική μας υπόθεση. Είναι δουλειά όσων είναι στην κορυφή. Άσε αυτούς να κάνουν ό,τι είναι ανάγκη να γίνει». Οι χώρες στις οποίες κυριαρχούν αυταρχικές κυβερνήσεις είναι ακριβώς εκείνες, όπου υπάρχει ελάχιστο δημόσιο πνεύμα και η μεγαλύτερη αδιαφορία για ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος που είναι ξεχωριστά από τα προσωπικά. Μπορούμε να περιμένουμε ένα διαφορετικό είδος ψυχολογίας για να ενεργοποιήσουμε τους δασκάλους; Όπου υπάρχει λίγη εξουσία, υπάρχει αντίστοιχα μικρή αίσθηση θετικής υπευθυνότητας. Είναι αρκετό να κάνει κάποιος αυτό που του έχουν πει να κάνει επαρκώς καλά ώστε να αποφύγει την κατάφωρη, δυσάρεστη προσοχή. Για μεγαλύτερα θέματα γεννιέται ένα παθητικό πνεύμα. Σε μερικές περιπτώσεις, η αδιαφορία μεταβάλλεται σε αποφυγή των καθηκόντων, όταν δεν είναι άμεσα κάτω από την εποπτεία του ανωτέρου. Σε άλλες περιπτώσεις, ένα επικριτικό, επαναστατικό πνεύμα γεννιέται. Ένα είδος παιχνιδιού καθιερώνεται μεταξύ δασκάλου και ανωτέρου, όπως αυτό που συνέβαινε στα παλιομοδίτικα σχολεία μεταξύ δασκάλου και μαθητή. Άλλοι δάσκαλοι μεταδίδουν, ασυνείδητα ίσως, στους μαθητές τους αυτό που αισθάνονται να είναι μία αυθαίρετη μεταχείριση.

Το επιχείρημα ότι οι δάσκαλοι δεν είναι προετοιμασμένοι να αναλάβουν την ευθύνη της συμμετοχής μαζί με τη συμπληρωματική πεποίθηση πως η φυσική επιλογή λειτούργησε, ώστε να τοποθετήσει εκείνους που είναι καλύτερα προετοιμασμένοι να κουβαλήσουν το φορτίο στις θέσεις της εξουσίας, αξίζει προσοχή. Όποια και αν είναι η αλήθεια σε αυτόν τον ισχυρισμό, είναι επίσης αλήθεια πως η ανικανότητα να αναλάβει κάποιος ευθύνες, συμπεριλαμβανομένου να έχει φωνή στη διαμόρφωση των πολιτικών, γεννιέται και αυξάνεται από τις συνθήκες που αρνούνται τέτοιες ευθύνες. Υποθέτω πως δεν υπήρξε ποτέ ένας απολυταρχικός άρχοντας, μεγάλος ή μικρός, που δεν δικαιολόγησε τη συμπεριφορά του επικαλούμενος την ακαταλληλότητα των υπηκόων του να λάβουν μέρος στη διακυβέρνηση. Δεν θα συγκρίνω τους διευθυντές με τον πολιτικό αυταρχισμό. Συνολικά, αυτό που υπάρχει στα σχολεία είναι περισσότερο θέμα έξις και παράδοσης παρά σκόπιμης απολυταρχίας. Αλλά, όπως ειπώθηκε νωρίτερα, ο συνήθης αποκλεισμός έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αίσθησης της υπευθυνότητας για το τι γίνεται και τις συνέπειές του. Εκείνο που το επιχείρημα υπέρ της δημοκρατίας δηλώνει είναι πως ο καλύτερος τρόπος να παράγεις πρωτοβουλία και εποικοδομητική δύναμη είναι να την εξασκήσεις. Η δύναμη, όπως και το ενδιαφέρον, έρχεται με τη χρήση και την εξάσκηση. Επιπλέον, το επιχείρημα περί ανικανότητας αποδεικνύει υπερβολικά πολλά. Αν είναι τόσο σπουδαίο να είναι οι δάσκαλοι ένα μόνιμο εμπόδιο, τότε δεν μπορούμε να αναμένουμε να έχουν την ευφυΐα και τη δεξιότητα που είναι αναγκαίες για να εκτελέσουν τις κατευθύνσεις που τους έχουν δοθεί. Το ευγενές και δύσκολο καθήκον της ανάπτυξης του χαρακτήρα και της ηθικής κρίσης των νέων χρειάζεται κάθε δυνατό κίνητρο και έμπνευση. Είναι απίθανο η εργασία να μην είναι καλύτερη όταν οι δάσκαλοι κατανοούν αυτό που κάνουν και η κατανόηση αυτή προέρχεται από τη συμμετοχή τους στη διαμόρφωση των κατευθυντήριων ιδεών της εργασίας τους.

Οι δάσκαλοι της τάξης είναι εκείνοι που είναι σε συνεχή, άμεση επαφή με εκείνους που διδάσκονται. Η θέση των διευθυντών είναι στην καλύτερη περίπτωση έμμεση, μέσω σύγκρισης. Αν υπάρχει μία εργασία στον κόσμο που απαιτεί διατήρηση όσων φάνηκαν καλά μέσω της εμπειρίας έτσι ώστε να γίνουν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της περαιτέρω εμπειρίας, αυτή είναι η διδασκαλία. Συχνά αναρωτιέμαι πόσο μεγάλη σπατάλη υπάρχει στο παραδοσιακό σύστημα. Υπάρχει κάποια απώλεια ακόμα και από το καλύτερο δυνητικό κεφάλαιο που αποκτιέται από τους επιτυχημένους δασκάλους. Δεν μεταδίδεται ελεύθερα σε άλλους δασκάλους που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτό. Δεν αυξάνεται αξιοσημείωτα η σπατάλη, όταν οι δάσκαλοι δεν καλούνται να επικοινωνήσουν τις επιτυχημένες μεθόδους τους και τα αποτελέσματά τους με τέτοιον τρόπο, ώστε να έχουν οργανική επίδραση πάνω στις γενικές πολιτικές του σχολείου; Προσθέστε σε αυτήν τη σπατάλη τα αποτελέσματα που προκύπτουν, όταν οι δάσκαλοι καλούνται να διδάξουν στην τάξη μαθήματα χωρίς να καταλαβαίνουν το γιατί και η συνολική απώλεια ανεβαίνει, έτσι ώστε δίκαια μπορούμε να εκτιμήσουμε πως η απουσία δημοκρατικών μεθόδων είναι η σπουδαιότερη μεμονωμένη αιτία της εκπαιδευτικής σπατάλης.

Το παρόν θέμα είναι ιδιαίτερης σημασίας την παρούσα στιγμή. Οι θεμελιώδεις πεποιθήσεις και πρακτικές της δημοκρατίας αμφισβητούνται τώρα όσο ποτέ πριν. Σε μερικά έθνη δεν αμφισβητούνται απλώς. Καταστρέφονται ανελέητα και συστηματικά. Παντού υπάρχουν κύματα κριτικής και αμφιβολίας για το κατά πόσο η δημοκρατία μπορεί να αντιμετωπίσει τα πιεστικά προβλήματα της τάξης και της ασφάλειας. Οι αιτίες για την καταστροφή των πολιτικών δημοκρατιών σε χώρες που είχαν κατ’ όνομα εγκαθιδρυθεί είναι περίπλοκες. Αλλά για ένα πράγμα νομίζω πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Όπου η δημοκρατία κατέρρευσε, ήταν αποκλειστικά πολιτική στη φύση της. Δεν είχε γίνει μέρος του σώματος των ανθρώπων στην καθημερινή συμπεριφορά τους. Οι δημοκρατικές μορφές ήταν περιορισμένες στο κοινοβούλιο, στις εκλογές και στις διαμάχες μεταξύ των κομμάτων. Συμπερασματικά, αυτό που συμβαίνει αποδεικνύει, νομίζω, ότι αν οι δημοκρατικές έξεις της σκέψης και της δράσης δεν είναι μέρος του χαρακτήρα ενός πληθυσμού, η πολιτική δημοκρατία είναι ανασφαλής. Δεν μπορεί να σταθεί μόνη της. Πρέπει να στηριχθεί από την παρουσία δημοκρατικών μεθόδων σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Οι σχέσεις που υπάρχουν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι δευτερεύουσες σε σημαντικότητα μόνο σε σχέση με εκείνες που υπάρχουν στην βιομηχανία και τις επιχειρήσεις. Ίσως ούτε και με αυτές.

Επανέρχομαι έτσι στην ιδέα πως το ιδιαίτερο ερώτημα που συζητήθηκε είναι μία πλευρά ενός προβλήματος που είναι ευρύ και βαθύ. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο σημαντικό σε αυτήν τη χώρα την παρούσα στιγμή όσο μία επανεξέταση του όλου προβλήματος της δημοκρατίας και των επιπτώσεών της. Ούτε η επανεξέταση ούτε η δράση που πρέπει να παραχθεί μπορούν να πραγματοποιηθούν σε μία μέρα ή χρόνο. Η δημοκρατική ιδέα αυτή κάθε αυτή απαιτεί η σκέψη και η δραστηριότητα να προχωρούν συνεργατικά. Η ύψιστη ελπίδα μου θα εκπληρωθεί εάν κάτι από αυτά που είπα παίξει κάποιο ρόλο, έστω και μικρό, στην προώθηση της συνεργατικής έρευνας και του πειραματισμού σε αυτό το πεδίο της δημοκρατικής διεύθυνσης των σχολείων μας.

  1. Εκπαιδευτικός, δρ. φιλοσοφίας 
  2. Dewey, J. (1937), «Democracy and Educational Administration», στο J.A. Boydston (επιμ.), John Dewey: Later Works, 1925-1953, τόμ. 11. Carbondale: Southern Illinois Univ. Press, σσ. 217-225. 

Σχολιάστε